- καρκινοπαθής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που πάσχει από την ασθένεια του καρκίνου: Εξέτασαν πολλούς καρκινοπαθείς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καρκινοπαθής — ές αυτός που πάσχει από τη νόσο τού καρκίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + παθής (< πάθος), πρβλ. πλημμυρο παθής, σεισμο παθής. Η λ. στον πληθ. τ. καρκινοπαθείς μαρτυρείται από το 1866 στο περιοδικό (Νέα) Πανδώρα] … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek